βροντοφωνάζω

βροντοφωνάζω
1. αμετ. громогласно заявлять;
2. μετ. заявлять (во всеуслышание); объявлять, провозглашать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βροντοφωνάζω" в других словарях:

  • βροντοφωνάζω — βροντοφωνάζω, βροντοφώναξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βροντοφωνάζω — 1. βγάζω βροντώδη φωνή, μιλάω βροντερά 2. διακηρύσσω κάτι με όλη τη δύναμη της φωνής μου, αποφασιστικά και με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + φωνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στους Δ. Νικολάου και Χρ. Γρήγορα] …   Dictionary of Greek

  • βροντοφωνάζω — αξα, διακηρύσσω κάτι: Οι διαδηλωτές βροντοφώναζαν τα συνθήματά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • βροντοφωνώ — (Μ βροντοφωνῶ, έω) βροντοφωνάζω …   Dictionary of Greek

  • βροντοφωνώ — ησα, βροντοφωνάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»